- κουλουράς
- οθηλ. κουλουρού αυτός που κατασκευάζει ή πουλά κουλούρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Veria — Gemeinde Veria Δήμος Βέροιας (Βέροια) … Deutsch Wikipedia
Tembi (Gemeinde) — Gemeinde Tembi Δήμος Τεμπών … Deutsch Wikipedia
κουλ(λ)ουριτζής — και κουλ(λ)ουρτζής, ο κουλουράς, κουλουροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουλ(λ)ούρι + κατάλ. τζής] … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ουροπώλης — ο αυτός που πουλά κουλούρια, κουλουράς … Dictionary of Greek
Αιγίου, δήμος — Δήμος (27.812 κάτ.) του νομού Αχαΐας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Βαλιμιτίκων, Δαφνών, Διγελιωτίκων, Κουλούρας, Κούμαρη, Κουνινάς, Μαυρικίου, Μελισσίων,… … Dictionary of Greek
Αποστόλου Παύλου, δήμος — Νέος δήμος (8.579 κάτ.) του νομού Ημαθίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Διαβατού, Κουλούρας, Λυκόγιαννης, Μακροχωρίου και Νέας Νικομηδείας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Σαρακατσάνων (Σέρρες) — Το μουσείο στεγάζεται από το 1998 σε ένα νεόδμητο κτίριο ειδικά χτισμένο γι’ αυτό τον σκοπό με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού. Μέσω των προσεκτικά επιλεγμένων και με σύγχρονο τρόπο παρουσιασμένων αντικειμένων μπορεί ο επισκέπτης να… … Dictionary of Greek
κουλουριάζω — κουλούριασα, κουλουριάστηκα, κουλουριασμένος 1. δίνω σε κάτι κυκλικό σχήμα. 2. τυλίγω, συστρέφω. 3. το μέσ., κουλουριάζομαι παίρνω σχήμα κουλούρας, ελίσσομαι κυκλικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουλουριτζής — κουλουριτζής, ο και κουλουρτζής, ο κουλουράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)